Προς τα κάτω αναθεωρεί η Τράπεζα της Ελλάδος το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 1,8 με 1,9%, χαμηλότερα από τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών. Παρουσιάζοντας την ετήσια έκθεση για τη νομισματική πολιτική ο Γιάννης Στουρνάρας επισήμανε μεταξύ άλλων την ανάγκη για άμεσες και δραστικές λύσεις στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων, ενώ συνέστησε την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών χωρίς καθυστερήσεις και προσοχή στο θέμα των δημοσιονομικών επιπτώσεων από τις δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά.
Η επιτυχής έκδοση δεκαετούς ομολόγου και η υπερψήφιση του νέου πλαισίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας, σηματοδοτούν την απαρχή μιας νέας πορείας για την ελληνική οικονομία, τόνισε παράλληλα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η ΤτΕ αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψη της για την ανάπτυξη εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ της χώρας θ΄αυξηθεί φέτος μόνο κατά 1,9% έναντι πρόβλεψης 2,3% που ήταν η προγενέστερη πρόβλεψη. Παράλληλα, η ΤτΕ εκτιμά ότι το ΑΕΠ το 2018 αυξήθηκε κατά 1,9% έναντι 2,1% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση.
Υπενθυμίζεται ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2019 προβλέπει ανάπτυξη 2,5%, ενώ η Κομισιόν στις χειμερινές προβλέψεις της έκανε λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% φέτος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, διαμορφώνοντας ευνοϊκές προοπτικές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, παραμένουν. Κυριότερος εξ αυτών προέρχεται από το εγχώριο περιβάλλον και συνδέεται με την ενδεχόμενη καθολική εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό.
Στους εγχώριους κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή φορολόγηση, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους. Τέλος, το 2019 αποτελεί για την Ελλάδα έτος πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, καθώς η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, η επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και η εντονότερη δημοσιονομική επέκταση ενισχύουν την οικονομική αβεβαιότητα.
Όσον αφορά στα «κόκκινα δάνεια» η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το ποσοστό τους στο σύνολο των δανείων, αν και μειούμενο, παραμένει εξαιρετικά υψηλό (Δεκέμβριος 2018: 45,4%, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ-28 που διαμορφώνεται πολύ πιο κάτω από το 4%). Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν δεσμευτεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων να μειωθεί στα 34,1 δισ. ευρώ έως τέλος του 2021 (21,2%).
ΠΗΓΗ:ΕΡΤ1
Μοιράσου το άρθρο: