H ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διατηρήσει τη δυναμική της, με το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) της χώρας να αυξάνεται με ρυθμό 2% ή λίγο υψηλότερα το 2019 και το 2020 έναντι αύξησης 1,9% το 2018, σύμφωνα με την εξαμηνιαία έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD Economic Outlook). Από τον πίνακα της έκθεσης προκύπτει ότι ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,1% φέτος και 2% το 2020.
«Η εγχώρια ζήτηση θα συμβάλλει περισσότερο στην ανάπτυξη από ότι στο πρόσφατο παρελθόν, αντισταθμίζοντας τη συγκράτηση της αύξησης των εξαγωγών», σημειώνει ο ΟΟΣΑ, προσθέτοντας: «Οι επενδύσεις αναμένεται να αρχίσουν να ανακάμπτουν, καθώς οι χρηματοδοτικές συνθήκες βελτιώνονται. Τα υψηλότερα εισοδήματα των νοικοκυριών, λόγω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού και της αύξησης της απασχόλησης, θα στηρίξουν την κατανάλωσή τους. Το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού συνεχίζει να υπερβαίνει τους μεσοπρόθεσμους στόχους, η πρόσβασης στις διεθνείς αγορές ομολόγων βελτιώνεται και το ταμειακό μαξιλάρι είναι σημαντικό».
Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι η διασφάλιση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας απαιτεί τη συνέχιση της επίτευξης των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων . «Η συνέχιση της προόδου στη μείωση των υψηλών ανοιγμάτων των τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα απαιτήσει πιο βαθιά μέτρα. Πρόσθετες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την αύξηση των δεξιοτήτων», προσθέτει.
Ο ΟΟΣΑ αναφέρεται στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% στα 650 ευρώ τον μήνα και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους φέτος τον Φεβρουάριο, σημειώνοντας ότι με τις αυξήσεις αυτές, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο μισθό πλησιάζει τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού. «Η αύξηση θα μειώσει τη φτώχεια των εργαζομένων, αλλά ενέχει τον κίνδυνο να συμβάλει στην άτυπη εργασία και την επιβράδυνση των κερδών στον αριθμό των θέσεων εργασίας, δεδομένης της ασθενούς παραγωγικότητας», σημειώνει.
Όσον αφορά στα δημοσιονομικά, η έκθεση αναφέρει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού ανήλθε στο 4,2% του ΑΕΠ το 2018.
Τα ισχυρά έσοδα – όπως αυτά του ΦΠΑ από τις δαπάνες των τουριστών – και οι χαμηλότερες από τις προγραμματισμένες δημόσιες επενδύσεις συνέβαλαν στην υπεραπόδοση, σημειώνει.
Για τον προϋπολογισμό του 2019 σημειώνει ότι διατηρείται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αλλά «υπάρχουν κίνδυνοι στη διαχείριση των δαπανών λόγω των ληξιπρόθεσμων πληρωμών και τις πιέσεις στις δαπάνες μισθοδοσίας του Δημοσίου που προκύπτουν κυρίως από δικαστικές αποφάσεις».
Για τα πρόσφατα δημοσιονομικά μέτρα, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι θα μειώσουν τα φορολογικά έσοδα, κυρίως με τη μείωση ορισμένων συντελεστών ΦΠΑ και την αύξηση των δαπανών, κυρίως για τις συντάξεις, από το 2019. «Τα μελλοντικά δημοσιονομικά μέτρα πρέπει να έχουν ως προτεραιότητα τις επενδύσεις στις υποδομές και τις δεξιότητες, την καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών και των ελέγχων. Τα μέτρα αυτά, μαζί με τη μεγαλύτερη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της δημόσιας διοίκηση, την ανάπτυξη της εξωδικαστικής μεσολάβησης και την ιδιωτικοποίηση κρατικών ενεργειακών περιουσιακών στοιχείων θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και θα μειώσουν τα εμπόδια στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ενώ θα στηρίξουν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους», τονίζει η έκθεση.
Η έκθεση καταλήγει, σημειώνοντας: «Αποκλίσεις από την τρέχουσα μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική θα υπονόμευε τα κέρδη στη δημοσιονομική αξιοπιστία. Οι καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της ανταγωνιστικότητας και της υγείας των τραπεζών θα δημιουργούσαν καθοδικούς κινδύνους στην προβλεπόμενη ανάκαμψη των επενδύσεων. Μία πτώση του τουρισμού ως αποτέλεσμα ενός άτακτου Brexit θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία μεγαλύτερη επιβράδυνση των εξαγωγών. Τα πρόσφατα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ταχύτερα από το αναμενόμενο αποτελέσματα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνης και βελτιώνοντας περαιτέρω τις επενδυτικές προοπτικές».
Ο βραδύτερος ρυθμός παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης από το 2016
Η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να καταγράψει ελαφρώς καλύτερες επιδόσεις την επόμενη χρονιά με ρυθμό ανάπτυξης 3,4% αλλά μόνο εάν οι ΗΠΑ και η Κίνα υπαναχωρήσουν από τις αυξήσεις δασμών που ανακοίνωσαν αυτόν τον μήνα. Ο ΟΟΣΑ ανακοίνωσε ότι η ανάπτυξη στην Κίνα και στις ΗΠΑ θα μπορούσε να διαμορφωθεί κατά 0,2-0,3 της ποσοστιαίας μονάδας χαμηλότερα κατά μέσο όρο έως το 2021 και το 2022 εάν οι δύο χώρες δεν αλλάξουν κατεύθυνση.
The #OECD 2019 Economic #Outlook is being launched. #Trade tensions are further pressing on global growth perspectives. To adapt to fast developments investment in infrastructure – notably communication, fiber networks and G5 – and in education are crucial. pic.twitter.com/LsOxRXFl8a
— ICC_Switzerland (@icc_switzerland) May 21, 2019
Η οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα και στις ΗΠΑ θα μπορούσε να είναι κατά 0,2-0,3 της ποσοστιαίας μονάδας χαμηλότερη κατά μέσο όρο έως το 2021 και το 2022 εάν οι δύο χώρες δεν υπαναχωρήσουν στους δασμούς που επιβάλλουν εκατέρωθεν σε μια διαμάχη που έχει πλήξει τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, όπως ανακοίνωσε σήμερα ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει αυξήσει τους δασμούς σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 200 δισεκ. δολαρίων στο 25% από το 10% ενώ το Πεκίνο έχει ανακοινώσει ότι θα προχωρήσει σε αντίποινα με αύξηση δασμών σε αμερικανικά προϊόντα αξίας 60 δισεκ. δολαρίων.
Η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,2% φέτος καθώς η αύξηση των εμπορικών ροών έχει σχεδόν μειωθεί στο ήμισυ φέτος, μόλις στο 2,1%, σύμφωνα με τις εξαμηνιαίες οικονομικές προβλέψεις του ΟΟΣΑ.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ- Reuters – AFP
Μοιράσου το άρθρο: