«Ακόμα εγώ ζω εκεί, δεν πέρασε ούτε στιγμή, είμαι εκεί. Τι 50 χρόνια; Καθόλου για εμάς δεν πέρασε. Προσμονούμε την απελευθέρωση της Κύπρου μας, περιμένουμε την αποκατάστασή μας στα σπίτια μας», είπε συγκινημένη η Χαρίτα Μάντολες
Καθήλωσαν οι περιγραφές από τη Χαρίτα Μάντολες, τη γυναίκα – σύμβολο στην ιστορία της κυπριακής τραγωδίας του 1974, η οποία κατά την εισβολή είδε να σκοτώνουν μπροστά της τον σύζυγό της.
Η ίδια σώθηκε μαζί με τα δύο παιδιά της, με την ιστορία της, η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή και μέσα από τη σειρά του MEGA, «Famagusta», να συγκλονίζει.
«Νομίζω ότι δεν πέρασε ούτε ημέρα από τότε»
Η ίδια, μίλησε στην εκπομπή «Κοινωνία Ώρα MEGA» για όλα όσα βίωσε.
«Ευχαριστούμε πάρα πολύ για αυτήν τη σύνδεση που κάνουμε με το MEGA, ευχαριστώ πάρα πολύ. Νομίζω ότι δεν πέρασε ούτε ημέρα από τότε, σαν εχθές να έγινε αυτό το κακό. Τα θυμάμαι όλα. Ήμασταν στο σπίτι μας, περνούσαμε πολύ ωραία με τον σύζυγό μου, με τα δύο μας παιδάκια και ήρθε το πραξικόπημα, αυτή η προδοσία η μεγάλη που έγινε, και μετά ήρθαν οι Τούρκοι. Το σπίτι μας ήταν εκεί κοντά που έγινε η απόβαση. Τότε άρχισε ο κόσμος να τρέχει, να κλαίει, να φωνάζει. Ήρθαν κοντά μας άνθρωποι χωρίς τη γυναίκα, χωρίς τη μάνα, χωρίς τον πατέρα, έκλαιγαν ένα αγοράκι. Κάτω από τα λεμονόδεντρα κρυφτήκαμε».
«Τότε, ο σύζυγός μου πήγε να καταταχτεί, ήταν έφεδρος. Οι Τούρκοι έβγαιναν, τους βλέπαμε, πολλές σφαίρες έριχναν οι όλμοι, τα αεροπλάνα, από τη θάλασσα τα πλοία, ήταν χαλασμός. Αποφασίσαμε να κρυφτούμε σε έναν στάβλο. Ήταν κάτω από το σπίτι της μικρής αδερφής μου, κοντά στο δικό μου. Μείναμε όλη μέρα, το βράδυ ήρθε μια κοπέλα που είχε χάσει τον σύζυγό της και τα μωρά της. Την κρατήσαμε μαζί μας και την άλλη μέρα έτρεξε ο σύζυγός μου για να φέρει λίγο γάλα για τα παιδιά, πήγα να τρέξω και εγώ».
Η περιγραφή της συγκλονίζει: «Ένα αεροπλάνο εκεί μυδραλιοβολούσε συνέχεια γι’ αυτό του φώναξα ‘πρόσεχε’ και τότε άρχισε να φωνάζει ένας στρατιώτης πληγωμένος που μπήκε στο σπίτι μας. Και ο σύζυγός μου ήρθε με πήρε, τον πήραμε και βγήκαμε πάνω στο δικό μου σπίτι. Του έπλυνε τις πληγές, του τις έδεσε, πέταξε τα στρατιωτικά και του φόρεσε πολιτικά ρούχα. Μετά ήρθε η μάνα της κοπέλας που γύρευε τον σύζυγο και τα παιδιά της και είπαν θα φύγουν αλλά εγώ δεν τις άφηνα. Αυτές ξεκίνησαν όμως να περπατούν, εγώ τις έβλεπα από το παραθυράκι του μπάνιου. Εκεί, πιο πάνω, ήταν ένα σπίτι που είχε μέσα Τούρκους. Τις άρπαξαν και ακόμα δεν έχουν φανεί αυτές οι γυναίκες, ούτε νεκρές ούτε ζωντανές, αγνοούνται».
Η ίδια καθηλώνει με όσα περιγράφει
«Εκείνη την ώρα οι όλμοι από τα πλοία… γύρω από τα σπίτια μας και είπαμε θα πέσει το σπίτι πάνω μας. Άναψα κεριά, γονατίσαμε όλοι κάτω από τη δοκό του σπιτιού και εγώ, από εκείνη την στιγμή, φαίνεται μου έδωσε πολλή δύναμη ο Θεός, γονάτισα δίπλα από τον στρατιώτη και τον ρωτούσα να μάθω ποιος ήταν. Μου είπε ‘είμαι ο Χριστόφορος Γιατρού. Τρία χωριά μάζεψαν τους μακαριακούς, τους έβαλαν στα λεωφορεία και μας κατέβασαν εδώ πιο κάτω από το σπίτι σας. Εκεί μας έστησαν ενέδρα οι Τούρκοι, οι αξιωματικοί μας έφυγαν και μας άφησαν. Τότε εγώ πληγώθηκα, έκανα τον νεκρό το βράδυ και όταν οι Τούρκοι έφυγαν, ήρθα και μπήκα στον φούρνο του σπιτιού σας’».
«Δεν πίστευα ότι ήμουν ζωντανή»
Όπως λέει: «Το απόγευμα της Κυριακής, μας βρήκαν οι Τούρκοι μέσα στον στάβλο και τότε μας έβγαλαν έξω, μας χτύπησαν πολύ τους άντρες, ποδοπάτησαν τα γάλατα των παιδιών μας και μας έφεραν μία Εγγλέζα κοντά μας καταματωμένη με το μωρό της και μας είπαν θα μας πάρουν αιχμαλώτους. Προχωρούσαμε συνέχεια και κάποια στιγμή μας είπαν να στρίψουμε αριστερά, σε έναν αγροτικό δρόμο. Εκεί, μας είπαν ‘καθίστε κάτω’, γονατίσαμε και προσευχόμασταν και μετά οι Τούρκοι έστησαν γύρω τα όπλα και πυροβολούσαν και μας είπαν θα έρθει ο αξιωματικός για να μας πει τι θα σας κάνουμε. Ήρθε ο αξιωματικός και στάθηκε και είπε ‘δεν ξέρω να μιλάω ούτε αγγλικά, ούτε γερμανικά, μόνο τούρκικα. Ποιος από εσάς μπορεί να μιλήσει μαζί μου;’ Τότε, σηκώθηκε μια γυναίκα και του είπε ‘τι θα μας κάνετε, είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα και αυτός της έδειξε ότι θα μας εκτελέσουν όλους. Αυτή του είπε ‘γιατί να μας εκτελέσετε είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα’ και αυτός έδωσε τη διαταγή και έφυγε. Τότε, μας είπαν να σηκωθούμε από κάτω και να περπατούμε 2 – 2 στην γραμμή. Όταν τελείωνε η δυάδα, μας είπαν να περπατάμε τρεις τρεις. Και εκείνη την στιγμή είδα δίπλα μου έναν Τούρκο στρατιώτη να πυροβολεί έναν άντρα τον οποίο είχαν χτυπήσει πάρα πολύ προηγουμένως. Τον πυροβόλησαν, έπεσε στη ρίζα μιας ελιάς, προσπάθησε να σηκωθεί και αυτοί πάλι τον πυροβόλησαν. Και τότε σηκώθηκε, πήρε την ελιά σφιχτά και τον πυροβόλησαν και έπεσε κάτω».
Η Χαρίτα Μάντολες γλίτωσε με τα παιδιά της, ωστόσο ο σύζυγός της δολοφονήθηκε
«Ένιωσα κάποιους να με κλωτσούν γιατί είχα πέσει κάτω, ο σύζυγός μου μου είχε πει αν αρχίσουν να πυροβολούν πέσε κάτω και κάνε τη νεκρή. Έπεσα κάτω, με χτυπούσαν, με κλωτσούσαν, το ένιωθα αλλά δεν πίστευα ότι ήμουν ζωντανή. Άνοιξα το πόδι μου και το ένιωθα, γύρισα το κεφαλάκι της κορούλας μου που την κρατούσα στην αγκαλιά μου, μου ανοιγόκλεισε τα ματάκια της και τότε πήρα δύναμη, σηκώθηκα και άρχισα να φωνάζω τον άντρα μου. Ήταν μπροστά μου, κάτω. Πήγα να του αγγίξω τα πόδια να δω αν προσποιούνταν και αυτός τον νεκρό, αλλά με τραβούσαν πίσω οι Τούρκοι, τραβούσαν τα χρυσαφικά, ό,τι είχαμε επάνω μας. Προσπαθούσα, δεν τα κατάφερα. Τότε, άρχισα να φωνάζω τον γιο μου (…) έκλαιγε και φώναζε ‘μπαμπά μου, μπαμπά μου’».
«Προσμονούμε την απελευθέρωση της Κύπρου μας»
Η γυναίκα – σύμβολο της Κύπρου δεν ξέχασε στιγμή τα όσα δραματικά έζησε.
«Ακόμα εγώ ζω εκεί, δεν πέρασε ούτε στιγμή, είμαι εκεί. Τι 50 χρόνια; Καθόλου για εμάς δεν πέρασε. Προσμονούμε την απελευθέρωση της Κύπρου μας, περιμένουμε την αποκατάστασή μας στα σπίτια μας. (…) Η Κύπρος είναι ελληνική. Δεν αντέχουμε άλλο, πρέπει να βρεθεί μια λύση, απελευθέρωση του τόπου, δε θέλουμε διζωνική ομοσπονδία. Θέλουμε απελευθέρωση της Κύπρου, να μπορούμε να πάμε στα σπίτια μας. Πρέπει να έχουμε ελπίδα και πίστη στον Θεό, θα πάμε πίσω, θα μας φέρει ο Θεός αυτήν τη λύση».