Με το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κοροναϊού να είναι προ των πυλών και με την τουριστική σεζόν στην Ελλάδα να λήγει άδοξα, εντείνονται οι φόβοι ότι έρχεται ένα σαρωτικό κύμα απολύσεων από το φθινόπωρο.
Το άνοιγμα των συνόρων για τον τουρισμό και τα πρώτα μικρά κύματα αφίξεων τουριστών, σε συνδυασμό με τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων που ανακοινώθηκαν, δημιούργησαν κάποια πρόσκαιρη επίπλαστη αισιοδοξία, όμως τα στοιχεία και οι εξελίξεις δείχνουν ότι πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα.
Όλες οι μεσογειακές χώρες που στηρίζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στον τουρισμό είδαν τις ξένες αφίξεις να έχουν καταρρεύσει, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στατιστικά στοιχεία.
Υπολογίζεται ότι τέσσερις μεσογειακές χώρες και συγκεκριμένα η Ελλάδα, η Τουρκία, η Ισπανία και η Κύπρος, έχασαν το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020, πάνω από 55 εκατ. τουρίστες, λόγω της πανδημίας.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούν την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2020, τον Ιούνιο υποδέχθηκε μόλις 256 χιλ. ταξιδιώτες, έναντι 4,1022 εκατ. τον αντίστοιχο μήνα του 2019 (μείωση 93,8%) και το πρώτο εξάμηνο συνολικά 2,1775 εκατ. τουρίστες, έναντι 9,407 εκατ. πέρυσι (μείωση 76,9%).Το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου, έκλεισε για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, με πτώση 49,2% στην πληρότητα, 62% στο έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar) και 25,2% στη μέση τιμή δωματίου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, παρότι (α) ο αριθμός των εν λειτουργία ξενοδοχείων/κλινών Αττικής που συγκέντρωναν το ενδιαφέρον της ζήτησης ήταν εντυπωσιακά περιορισμένος σε σχέση με το 2019 (τουλάχιστον κατά 35% – 40%), παρότι (β) σταδιακά επανήλθαν οι διεθνείς αεροπορικές συνδέσεις, παρότι (γ) η Ελλάδα κέρδισε εγκαίρως το στοίχημα -και το συγκριτικό πλεονέκτημα- του ασφαλούς τουριστικού προορισμού, τόσο ο Ιούνιος όσο και ο Ιούλιος 2020, αποδείχθηκαν απολύτως απογοητευτικοί για τα ξενοδοχεία της Αθήνας-Αττικής.
Ποιός θα πληρώσει τα σπασμένα;
Όλα αυτά προοιωνίζονται άσχημες εξελίξεις για τους εργαζόμενους.
Η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών Αττικής και Αργοσαρωνικού στην ίδια ανακοίνωση, υπονοεί, ότι επίκεινται απολύσεις: «Η ‘επόμενη ημέρα’, η οποία δεν ξέρουμε ακριβώς ‘πότε και πώς’ θα ξημερώσει για όλους, δυστυχώς, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ζήτηση του προορισμού, άρα και για την επιβίωση των επιχειρήσεων και των ανθρώπων που «ζουν» από τον τουρισμό. Φοβούμαστε σοβαρές ανατροπές στο τοπίο της δυναμικότητας σε κλίνες στην πόλη, της Επιχειρηματικότητας, αλλά και της Εργασίας», αναφέρει, προσθέτοντας ότι «είναι αναγκαίο να χαράξουμε εγκαίρως «κοινή στρατηγική διαχείρισης της κρίσης», να προετοιμαστούμε και για το «χειρότερο σενάριο» και να εργαστούμε με κοινό σκοπό και στόχο την επιβίωση του τουρισμού, των επιχειρήσεων και της απασχόλησης».
Σύμφωνα εξάλλου, με ξενοδοχειακούς παράγοντες, τους επόμενους μήνες αναμένεται κύμα εξαγορών ξενοδοχειακών μονάδων. Ήδη οι υποψήφιοι αγοραστές διαπιστώνουν ότι οι αξίες των μονάδων λόγω της κρίσης έχουν χάσει ένα 15%, ωστόσο, όπως εκτιμάται, η πτώση των τιμών θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη τους επόμενους μήνες, όταν νυν ιδιοκτήτες θα ζητούν να απεγκλωβιστούν από τον ξενοδοχειακό τομέα.
Όπως εκτιμάται, το φθινόπωρο θα αποτελέσει σημείο καμπής για την ευρωπαϊκή – συνεπώς και την ελληνική – αγορά εργασίας.
Πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές προεξοφλούν ότι επίκειται σαρωτικό κύμα απολύσεων, κυρίως λόγω της επικείμενης λήξης ή του περιορισμού των κρατικών προγραμμάτων στήριξης των εργαζομένων.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα της McKinsey & Company, τους επόμενους μήνες, όταν δηλαδή περιοριστούν ή καταργηθούν εντελώς τα προγράμματα αυτά, έως και 59 εκατομμύρια εργαζόμενοι πρόκειται να τεθούν σε διαθεσιμότητα, να απολυθούν ή να δουν τα ωράριά τους να μειώνονται. Σε εξαιρετικά ευάλωτη θέση βρίσκονται ιδίως όσοι απασχολούνται σε τομείς που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία, όπως για παράδειγμα οι μεταφορές και οι λιανικές πωλήσεις.
Οι ειδικοί εκτιμούν, εξάλλου, ότι με την έναρξη της καινούργιας σεζόν μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις θα έχουν την ευκαιρία να αναθεωρήσουν τις ανάγκες τους και θα προτιμήσουν να συρρικνωθούν, καθώς συνειδητοποιούν πως η ζήτηση δεν θα επανέλθει σύντομα στα επίπεδα του 2019. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις –ελλείψει παράλληλα των προγραμμάτων στήριξης– θα προχωρήσουν σε επανεκτίμηση των αναγκών τους και σε μαζικές απολύσεις.