Σαράντα επτά χρόνια μετά την «Bloody Sunday», τη «Ματωμένη Κυριακή» του 1972, η δικαιοσύνη της Βόρειας Ιρλανδίας ανακοίνωσε την άσκηση δίωξης για φόνους σε βάρος ενός Βρετανού βετεράνου, μια απόφαση η οποία κρίθηκε ανεπαρκής από τις οικογένειες των θυμάτων αυτού του σκοτεινού επεισοδίου βίας μεταξύ Δημοκρατικών και Ενωτικών.
Είναι η πρώτη φορά που ασκούνται διώξεις γι’ αυτή την τραγωδία που συνέβη στις 30 Ιανουαρίου 1972, στη διάρκεια των «Troubles», των ταραχών ανάμεσα σε εθνικιστές δημοκρατικούς (καθολικούς), υποστηρικτές της επανένωσης της Ιρλανδίας, και φιλομοναρχικούς ενωτικούς (προτεστάντες), υποστηρικτές της παραμονής της Βόρειας Ιρλανδίας υπό το βρετανικό Στέμμα, που αιματοκύλισαν επί τρεις δεκαετίες αυτή τη βρετανική επαρχία.
Την ημέρα εκείνη, 13 καθολικοί είχαν σκοτωθεί στο Ντέρι από τάγμα Βρετανών αλεξιπτωτιστών στη διάρκεια ειρηνικής διαδήλωσης που είχε οργανωθεί ως διαμαρτυρία για τους εγκλεισμούς μελών της καθολικής κοινότητας χωρίς κανέναν δικαστικό έλεγχο. Ένας ακόμα υπέκυψε πέντε μήνες αργότερα.
Δεκαεπτά Βρετανοί στρατιώτες ανέμεναν την απόφαση των Βορειοϊρλανδικών εισαγγελικών αρχών, οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα πως υπάρχουν «επαρκείς διαθέσιμες αποδείξεις για να ασκηθεί δίωξη σε βάρος ενός πρώην στρατιώτη», του «στρατιώτη Φ» όπως αναφέρεται, για τον φόνο δύο ανδρών και για απόπειρες φόνου τεσσάρων άλλων.
Σχετικά με τους 16 άλλους Βρετανούς στρατιώτες και δύο υπόπτους ως πρώην μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), οι διαθέσιμες αποδείξεις κρίθηκαν «ανεπαρκείς» για να ασκηθούν διώξεις.
Πριν από την ανακοίνωση, συγγενείς των θυμάτων πραγματοποίησαν το πρωί της Πέμπτης στο Ντέρι πορεία υπό βροχή, κρατώντας ασπρόμαυρες φωτογραφίες των νεκρών με τα ονόματά τους και το μήνυμα «Δικαιοσύνη».
Στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο Τζον Κέλι, ο 17χρονος αδελφός του οποίου ήταν μεταξύ των θυμάτων, δήλωσε «τρομερά απογοητευμένος» από το γεγονός ότι οι διώξεις περιορίζονται στον «στρατιώτη Φ» και έκανε λόγο για πιθανές προσφυγές.
«Διανύσαμε μακρύ δρόμο από τότε που οι πατέρες μας και οι αδελφοί μας σφαγιάσθηκαν βάναυσα στους δρόμους του Ντέρι τη Ματωμένη Κυριακή», είπε έτοιμος να δακρύσει. «Με το πέρασμα του χρόνου, όλοι οι γονείς των νεκρών έχουν πεθάνει, όμως είμαστε εμείς εδώ για να πάρουμε τη θέση τους».
Ο ίδιος εξέφρασε επίσης τη χαρά του για λογαριασμό των συγγενών των θυμάτων του «στρατιώτη Φ». «Η νίκη τους είναι νίκη μας», δήλωσε.
Μια οργάνωση υπεράσπισης βετεράνων, η Justice for Northern Ireland Veterans (Δικαιοσύνη για τους Βετεράνους της Βόρειας Ιρλανδίας), κατήγγειλε τη δικαστική απόφαση.
«Σε κανέναν στρατιώτη δεν θα έπρεπε να απαγγελθούν κατηγορίες. Συνέβη πριν από 47 χρόνια, πρέπει να ξέρουμε να τραβάμε μια γραμμή και να προχωράμε», είπε ο ιδρυτής της, ο Άλαν Μπάρι.
Ο «στρατιώτης Φ» θα έχει την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης, η οποία θα αναλάβει τα δικαστικά έξοδά του, διαβεβαίωσε ο υπουργός Άμυνας Γκάβιν Ουίλιαμσον.
«Χρωστάμε στους στρατιώτες που υπηρέτησαν με θάρρος για να ξαναφέρουν την ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία», δήλωσε.
Δημόσια έρευνα είχε αποκαλύψει το 2010 πως οι Βρετανοί στρατιώτες είχαν ανοίξει πρώτοι πυρ και είχαν κάνει ψευδή απολογισμό για τα γεγονότα. Ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε ζητήσει επισήμως συγγνώμη γι’ αυτές τις πράξεις, λέγοντας ότι «δεν μπορεί και δεν πρέπει να δικαιολογηθούν».
Πηγές: Reuters, Γαλλικό Πρακτορείο, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Μοιράσου το άρθρο:
Δίκη Βρετανού βετεράνου 47 χρόνια μετά τη «Ματωμένη Κυριακή»
Μοιραστείτε αυτό το άρθρο