Τη Δευτέρα 26 Ιουλίου συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο, προκειμένου να λάβει τις αποφάσεις για τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με πληροφορίες. Το υπουργείο Εργασίας, που θα υποβάλει τη σχετική εισήγηση στο υπουργικό συμβούλιο, σταθμίζει τρεις παράγοντες:
Τις εισηγήσεις κοινωνικών εταίρων και επιστημονικών φορέων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της σχετικής διαβούλευσης, η οποία προβλέπεται από τη νομοθεσία.
Τις αντοχές της οικονομίας στο πλαίσιο που διαμορφώνει η πανδημία, την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες που επλήγησαν.
Τις ανάγκες των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Υπενθυμίζεται ότι οι αποφάσεις θα ληφθούν με καταγεγραμμένη ύφεση 8,2% το 2020, λόγω του κορονοϊού. Την ίδια στιγμή, για το 2021, υπάρχουν θετικές εκτιμήσεις για την προοπτική της οικονομίας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μιλά για ανάπτυξη 4,2%.Σύμφωνα με πληροφορίες, αναφορικά με τις εισηγήσεις των κοινωνικών εταίρων, τα δεδομένα, σύμφωνα με το πόρισμα του ΚΕΠΕ, που συνοψίζει τα αποτελέσματα της διαβούλευσης και το οποίο υπεβλήθη στον υπουργό Εργασίας, έχουν ως εξής:
Το σύνολο των εργοδοτικών φορέων, μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) τάσσονται υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα, επικαλούμενοι τις επιπτώσεις της πανδημίας και τις επιπτώσεις ενδεχόμενης αύξησής του στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανεργία.
– Υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού τάσσονται επίσης η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ.
– Το ΕΙΕΑΔ (Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού) εισηγείται δύο επιλογές: είτε διατήρηση του μισθού στα 650 ευρώ με παράλληλα μέτρα αύξησης της αγοραστικής δύναμης είτε αύξησή του κατά 1,53%.
– Αύξηση του κατώτατου μισθού εισηγείται η ΓΣΕΕ. Συγκεκριμένα, ζητά να ανέλθει στα 751 ευρώ άμεσα και στα 809 ευρώ από τα μέσα του 2022.
Ως προς τις επιπτώσεις στην οικονομία, στο πόρισμα του ΚΕΠΕ επισημαίνεται ότι «οι μικρές επιχειρήσεις στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη και οι οποίες έχουν ήδη δεχθεί μεγαλύτερο πλήγμα από την πανδημία, είναι πιο ευαίσθητες σε αλλαγές στον κατώτατο μισθό» και προστίθεται: «Στην παρούσα συγκυρία, οι εφαρμοσμένες πολιτικές οφείλουν πρωτίστως να διατηρήσουν τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας, οι οποίες, μέχρι σήμερα, τελούν υπό την απαγόρευση των απολύσεων. Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων ακόμα και σήμερα βρίσκεται σε καθεστώς προστασίας από το κράτος, λόγω πανδημίας (επιδοτήσεις, αναβολή πληρωμών, κλπ). Προτεραιότητα είναι να μην παρατηρηθούν αθρόες απολύσεις ούτε και οριστικό κλείσιμο βιώσιμων επιχειρήσεων, ενώ θα πρέπει να αποκατασταθούν η βελτίωση της απασχόλησης και η αποκλιμάκωση της ανεργίας».