Η έντονη συνεργασία μεταξύ Ιράν και Ρωσίας σε στρατιωτικό επίπεδο έχει πυροδοτήσει σοβαρές ανησυχίες στη Δύση, ιδιαίτερα μετά από αναφορές ότι το Ιράν συνεχίζει να εξάγει βαλλιστικούς πυραύλους και άλλον στρατιωτικό εξοπλισμό προς τη Ρωσία, σε αντάλλαγμα για πυρηνική τεχνογνωσία και τεχνολογική υποστήριξη. Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και οι υπόλοιπες δυνάμεις της G7, εξέφρασαν την έντονη ανησυχία τους, με επίκεντρο το γεγονός ότι αυτή η συνεργασία συνιστά κλιμάκωση της σύγκρουσης και απειλή για την ευρωπαϊκή και διεθνή ασφάλεια.
Η G7 εξέδωσε δήλωση στις 14 Σεπτεμβρίου 2024, καταδικάζοντας τη συνεχιζόμενη υποστήριξη του Ιράν προς τη Ρωσία και ζητώντας την άμεση διακοπή της μεταφοράς βαλλιστικών πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAVs), που χρησιμοποιούνται για επιθέσεις εναντίον ουκρανικών πολιτών και υποδομών. Το Ιράν καλείται να σταματήσει αμέσως κάθε στρατιωτική υποστήριξη προς τη Ρωσία, καθώς η συνέχιση αυτών των ενεργειών συνιστά, όπως τονίζουν, “άμεση απειλή για την ευρωπαϊκή και διεθνή ασφάλεια”. Η δήλωση αναφέρει ότι η χρήση ιρανικών UAVs από τη Ρωσία για να πλήξει κρίσιμες υποδομές στην Ουκρανία αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη έρχεται να εντείνει τις ήδη αυξημένες ανησυχίες της Δύσης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την πιθανή συμμετοχή της Ρωσίας στη στήριξή του. Οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της G7 δήλωσαν ότι παραμένουν αποφασισμένοι να “λογοδοτήσει το Ιράν για την απαράδεκτη υποστήριξή του στον παράνομο πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία”, τονίζοντας ότι νέες και σημαντικές κυρώσεις βρίσκονται ήδη σε ισχύ.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν αποκλείουν στρατιωτική δράση εναντίον του Ιράν, καθώς οι δυτικές δυνάμεις εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο προληπτικών χτυπημάτων προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης.