Το πόρισμα του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην κατανόηση και διαχείριση των ζητημάτων παρακολούθησης και ασφάλειας στην Ελλάδα.
Η έρευνα, η οποία διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, κατέληξε σε τρία βασικά συμπεράσματα:
- Καμία Σχέση του Predator με τις Κρατικές Υπηρεσίες: Το πόρισμα ξεκαθαρίζει ότι το λογισμικό παρακολούθησης Predator δεν έχει καμία σύνδεση με τις κρατικές υπηρεσίες, όπως η ΕΥΠ (Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών) και η ΔΑΕΕΒ (Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας) της Ελληνικής Αστυνομίας.
- Νόμιμες οι Παρακολουθήσεις της ΕΥΠ: Οι παρακολουθήσεις που πραγματοποιήθηκαν από την ΕΥΠ κρίθηκαν νόμιμες. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι ενέργειες της ΕΥΠ ήταν σύμφωνες με το νομικό πλαίσιο και τις διαδικασίες που προβλέπονται από τον νόμο.
- Σε Δίκη 4 Υπεύθυνοι των Ιδιωτικών Εταιρειών: Τέσσερις υπεύθυνοι ιδιωτικών εταιρειών παραπέμπονται σε δίκη για αξιόποινες πράξεις που σχετίζονται με τις υποκλοπές. Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν παράνομες δραστηριότητες που συνδέονται με τη χρήση του λογισμικού παρακολούθησης.
Κατηγορίες του ΣΥΡΙΖΑ κατά της Κυβέρνησης
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπέλυσε κατηγορίες κατά της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι το λογισμικό Predator χρησιμοποιήθηκε από κρατικές υπηρεσίες για παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων. Οι κατηγορίες αυτές περιλάμβαναν ισχυρισμούς για παραβίαση της ιδιωτικότητας και κατάχρηση εξουσίας.
Ωστόσο, το πόρισμα του Αρείου Πάγου δεν επαλήθευσε αυτές τις κατηγορίες. Αντίθετα, επιβεβαίωσε ότι το λογισμικό Predator δεν είχε καμία σχέση με τις κρατικές υπηρεσίες και ότι οι παρακολουθήσεις της ΕΥΠ ήταν νόμιμες και σύμφωνες με το νομικό πλαίσιο.
Η έρευνα του Αρείου Πάγου περιλάμβανε την εξέταση μαρτύρων, την ανάλυση ψηφιακών πειστηρίων και τη συνεργασία με διεθνείς δικαστικές αρχές. Η ολοκλήρωση της έρευνας και η έκδοση του πορίσματος αποτελούν σημαντικά βήματα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της νομιμότητας στις διαδικασίες παρακολούθησης στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου έχει ως εξής:
1. Oλοκληρώθηκε σήμερα η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των υποκλοπών, μετά από (2) δύο περίπου έτη συνολικά, (9) εννέα δε μόλις μήνες από την αναβάθμιση της έρευνας, με την ανάθεσή της από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προσωπικά στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, λόγω της μείζονος σημασίας της υπόθεσης και προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής των ερευνωμένων πράξεων. Ο χρόνος εκτιμάται ως ο απολύτως απαραίτητος ενόψει της ασυνήθιστης έκτασης της έρευνας και της σε βάθος διερεύνησης κάθε πτυχής της υπόθεσης.
2.Ενδεικτικά, κατ’ αυτήν εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, και σχεδόν όλοι οι προτεινόμενοι από τους εγκαλούντες-αναφέροντες μάρτυρες και δη πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά δε περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες.
3.Επελήφθησαν τρεις Ανεξάρτητες Αρχές και δη η ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους.
4.Παράλληλα, σε εξέταση μαρτύρων προέβη και η Δ/νση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, που διενήργησε έρευνες σε εταιρείες και οικίες υπόπτων, κατά τις οποίες κατασχέθηκαν έγγραφα, φορολογικά στοιχεία και ψηφιακά πειστήρια, τα οποία εξετάστηκαν στη συνέχεια από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών. Διατυπώθηκαν και απαντήθηκαν δύο αιτήματα Δικαστικής Συνδρομής προς τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ και της Ελβετίας. Διεξήχθη έλεγχος από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (Τμήμα Φορολογικής Αστυνόμευσης) σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και κατατέθηκε το πόρισμά της. Επίσης λήφθηκαν ανωμοτί εξηγήσεις, υποβλήθηκαν υπομνήματα κλπ.
5.Ικανοποιήθηκαν ακόμη όλα τα αιτήματα των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένης και της Δικαστικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στα αρχεία της ΕΥΠ από δύο πραγματογνώμονες, παρουσία του ως άνω εισαγγελικού λειτουργού. Η προκαταρκτική εξέταση κατέληξε σε ένα απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300 περίπου σελίδων, που ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπέβαλε στην Εισαγγελέα, η οποία συμφώνησε τόσο με το νομικό όσο και με το ουσιαστικό περιεχόμενό του.
6. Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού.
7.Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ.την απόφαση της 16/2/2023 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-349/21). Σημειώνεται εξάλλου ότι για την ανωτέρω Εισαγγελέα της ΕΥΠ, μετά τη διενεργηθείσα σχετικά πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε απαλλακτικό πόρισμα, με το οποίο συμφώνησε, θέτοντας την υπόθεση στο αρχείο, και η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων.
8.Περαιτέρω προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ. Οι πράξεις όμως αυτές, λόγω της επί το επιεικέστερο τροποποίησής τους το 2019, με τον νέο ΠΚ (ν. 4619/2019), τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και παρά το γεγονός ότι υπό το προγενέστερο, αλλά και το σημερινό νομικό καθεστώς (παλαιός ΠΚ και άρθρο 10 του ν.5002/9-12-2022, που τροποποίησε το νέο ΠΚ) έχουν χαρακτήρα κακουργήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 2 ΠΚ), ενόψει και του χρόνου τέλεσης αυτών, που αφορά τα έτη 2020 και 2021.
9.Οι απαιτούμενες αυτές στο παρόν στάδιο «επαρκείς ενδείξεις» για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά των ως άνω ιδιωτών, οι οποίες ερείδονται κυρίως στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω εταιρείες εμπλέκονται σε ανάλογες πράξεις παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.α, πολιτικών, δημοσιογράφων κ.λπ και σε άλλες χώρες, σε συνδυασμό με το γεγονός της ύπαρξης παρόμοιων «στόχων» και στην Ελλάδα, κρίθηκε ότι πρέπει να οδηγήσουν τη σχετική κατηγορία στο ακροατήριο για να ελεγχθεί η βασιμότητα αυτής ή όχι.
10.Τέλος επισημαίνεται ότι σε καμία άλλη χώρα δεν διεξήχθη τόσο ενδελεχής (Δικαστική) έρευνα -με τη συμμετοχή μάλιστα και τριών Aνεξαρτήτων Αρχών- για παρόμοια υπόθεση, στις περισσότερες δε περιπτώσεις οι ανάλογες έρευνες κατέληξαν σε επιβολή απλών κυρώσεων και δη προστίμων σε βάρος των ανωτέρω εμπλεκομένων εταιρειών.
του Δημήτρη Κουτσούκου